Η νοσοκόμα οδήγησε τον κουρασμένο ναύτη του πολεμικού ναυτικού στο κρεβάτι. «Ο γιος σου είναι εδώ» είπε στον άρρωστο γέροντα. Έπρεπε να επαναλάβει τα λόγια πολλές φορές μέχρι τα μάτια του ασθενή ν ανοίξουν.
Σε βαριά καταστολή εξαιτίας του πόνου από το βαρύ έμφραγμα μόλις και διέκρινε τον ένστολο νέο να στέκεται δίπλα στη συσκευή του οξυγόνου. Άπλωσε το χέρι του. Ο ναύτης έσφιξε θερμά στη χούφτα του το αδύναμο χέρι του γέρου μεταδίδοντας ένα μήνυμα αγάπης και ενθάρρυνσης.
Η νοσοκόμα έφερε μια καρέκλα κι έτσι ο ναύτης κάθισε δίπλα στο κρεβάτι. Όλη τη νύχτα ο νεαρός καθόταν στον μισοφωτισμένο θάλαμο κρατώντας το χέρι του γέροντα ψιθυρίζοντας λόγια αγάπης και κουράγιου. Κατά διαστήματα η νοσοκόμα τον παρότρυνε να αποσυρθεί και να ξεκουραστεί για λίγο.
Αρνήθηκε να ξεκουραστεί. Κάθε φορά που η νοσοκόμα έμπαινε στο θάλαμο ο ναύτης έδειχνε να την αγνοεί όπως αγνοούσε όλους τους νυχτερινούς θορύβους του νοσοκομείου. Τον θόρυβο της συσκευής οξυγόνου, το γέλιο του προσωπικού που αντάλλασσε χαιρετίσματα, τους θρήνους και τα βογκητά των άλλων ασθενών.
Που και η νοσοκόμα τον άκουγε να προφέρει λίγα ευγενικά λόγια. Ο ετοιμοθάνατος άνθρωπος δεν έλεγε τίποτα, μόνο έσφιγγε δυνατά το χέρι του γιου του όλη τη νύχτα.
Το χάραμα ο γέροντας ξεψύχησε. Ο ναύτης ακούμπησε απαλά πάνω στο κρεβάτι το άψυχο χέρι που κρατούσε όλη τη νύχτα και πήγε να ειδοποιήσει τη νοσοκόμα. Όση ώρα αυτή εφάρμοζε τα διαδικαστικά του θανάτου αυτός περίμενε υπομονετικά δίπλα στον νεκρό.
Τελικά, η νοσοκόμα επέστρεψε. Προσπάθησε να του εκφράσει τα συλλυπητήρια της αλλά εκείνος την διέκοψε. «Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος;» ρώτησε. Η νοσοκόμα ξαφνιάστηκε, «Ήταν ο πατέρας σου,» του είπε. «Όχι δεν ήταν,» ο ναυτικός απάντησε. «Δεν τον είχα ξαναδεί στη ζωή μου.» «Τότε γιατί δεν είπες κάτι όταν σε πήγα σε εκείνον;». «Κατάλαβα ότι έγινε κάποιο λάθος αλλά κατάλαβα επίσης ότι είχε ανάγκη να δει τον γιο του και ο γιος του δεν ήταν εκεί.
Όταν αντιλήφθηκα ότι ήταν πολύ άρρωστος για να ξεχωρίσει αν ήμουν ή όχι ο γιος του και ξέροντας πόσο με είχε ανάγκη, έμεινα δίπλα του. Ήλθα απόψε εδώ για να βρω τον κύριο William Grey. Ο γιος του σκοτώθηκε στο Ιράκ σήμερα και η αποστολή μου ήταν να τον ενημερώσω. Ποιο ήταν το όνομα αυτού του κυρίου;» Η νοσοκόμα με δάκρυα στα μάτια απάντησε, William Grey…….
Ὡς χαρίεν ἔστ’ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ
(Πόσο χαριτωμένο πλάσμα ο άνθρωπος όταν άνθρωπος είναι)
Δεν είμαστε ανθρώπινα όντα που βιώνουμε προσωρινά πνευματικές εμπειρίες. Είμαστε πνευματικά όντα που βιώνουμε προσωρινά την ανθρώπινη εμπειρία.
3 σχόλια:
υπεροχο!!!!!!!!!!''Δεν είμαστε ανθρώπινα όντα που βιώνουμε προσωρινά πνευματικές εμπειρίες. Είμαστε πνευματικά όντα που βιώνουμε προσωρινά την ανθρώπινη εμπειρία....''
Αυτη η "ανθρωπινη εμπειρια"
πως μοιαζει θανατος μερικες φορες
τα φιλια μου Δημητρη
πανεμορφη ιστορια!!!
Ένα ακόμα εξαιρετικό παράδειγμα του μεγαλείου της ανθρώπινης ψυχής!
Το πιο εκπληκτικό είναι ότι πρόκειται για πραγματικό περιστατικό και όχι η ρομαντική επινόηση της φαντασίας κάποιου ιδεαλιστή συγγραφέα...
Πολλούς χαιρετισμούς, Δημήτρη!
Δημοσίευση σχολίου