Κάποτε σε μια χώρα ζούσαν άνθρωποι που είχαν δυνατή πίστη. Όλοι ζούσαν στη μια πλευρά της χώρας, γιατί ένας ψηλός τοίχος τους χώριζε από την άλλη πλευρά, για την οποία δεν ήξεραν απολύτως τίποτε. Κατά καιρούς ορισμένοι από τους νεότερους είχαν καταφέρει να σκαρφαλώσουν στον τοίχο και να περάσουν στην άλλη πλευρά, όμως κανείς τους δεν είχε γυρίσει για να πει τι υπήρχε εκεί.
Καθώς η κατάσταση δεν πήγαινε άλλο, μαζεύτηκαν κάποτε όλοι οι κάτοικοι κάτω από τον τοίχο περιμένοντας με πίστη να έρθει κάποιο μήνυμα από απέναντι και να μάθουν τι συνέβαινε πίσω από τον τοίχο.
Όμως οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν το ίδιο και απαράλλαχτα, καθώς όποιος ανέβαινε και περνούσε απέναντι εξαφανιζόταν χωρίς λέξη. Ώσπου μια μέρα, και ενώ ο τελευταίος εξερευνητής της άλλης πλευράς είχε φτάσει στην κορυφή του τοίχου και ήταν έτοιμος να κατέβει από την άλλη πλευρά, τον τράβηξαν από το πόδι και τον έριξαν πίσω στη δική τους πλευρά.
«Τι είδες;» τον ρώτησαν όλο αγωνία. Αλλά ακόμη και τώρα δεν πήραν απάντηση. Ο παρά λίγο κάτοικος της άλλης πλευράς είχε χάσει τη φωνή του, δεν μπορούσε πλέον να μιλήσει…
2 σχόλια:
Καλημέρα Δημήτρη!Υπέροχη η ανάρτηση σου!
Δεν μπορούσε πλέον να μιλήσει μπροστά σε αυτό που έβλεπε:Την ομορφιά,την αγάπη,την ελευθερία,τη γαλήνη,την πνευματικότητα,όλος ο παράδεισος απλωνόταν μπροστά του πέρα από κάθε όριο...και αυτό τον είχε τρόμαξει!
Και πως να το περιγράψει όλο αυτό το θαύμα!Οι λέξεις είναι λίγες για να το χωρέσουν,μόνο η σιωπή!
Έτσι ακριβώς είναι Ειρήνη μου. Δεν υπάρχουν λέξεις για να χωρέσουν αυτό το θαύμα. Ή όπως λένε οι Ταοιστές :
Ο δρόμος που μπορεί να προφερθεί δεν είναι ο αιώνιος Δρόμος.
Το όνομα που μπορεί να ονομαστεί, δεν είναι το αιώνιο Όνομα.
Δημοσίευση σχολίου