Ίσως να πει κανείς ότι
δεν έχει νόημα να εντρυφεί σ’ ένα γεγονός που αργεί συνήθως να συμβεί στη ζωή
των ατόμων, εκτός από εξαιρέσεις. Και όταν βρισκόμαστε μπροστά στην εξαίρεση,
στο θάνατο νηπίων, παιδιών ή νεαρών ατόμων, το γεγονός μας ξενίζει, μας φαίνεται
αφύσικο. Τόσο βαθιά είναι ριζωμένη μέσα μας η αυθαίρετη και αστήρικτη πεποίθηση
ότι το φυσιολογικό για κάθε άνθρωπο είναι να ζήσει τουλάχιστον ογδόντα χρόνια.
Όσο για το ίδιο το γεγονός του θανάτου, έχουμε και γι’ αυτό τη βαθιά ριζωμένη
πεποίθηση ότι περιορίζεται στη φευγαλέα χρονική στιγμή της τελευταίας πνοής. Μόνο
τότε δεχόμαστε ότι επισκέπτεται τον άνθρωπο ο θάνατος.
Αν θέλαμε, όμως, να
προσέξουμε, αν θέλαμε να είμαστε πιο ανοιχτοί και πιο ευαίσθητοι στο τι γίνεται
μέσα σ’ εμάς τους ίδιους, θα είχαμε σχηματίσει μια εντελώς διαφορετική εικόνα
για τον θάνατο.
Τότε θα
αντιλαμβανόμαστε ότι τη στιγμή της σαρκικής μας σύλληψης συντελείται και η
σύλληψη του θανάτου. Ή καλύτερα, θα βλέπαμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με δύο
ταυτόχρονες συλλήψεις, αλλά με μία και μόνη, δηλαδή με τη σύλληψη του θανάτου αφού η σάρκα είναι θάνατος.
Από την πρώτη στιγμή,
λοιπόν, της σύλληψης του θανάτου μέσα στη μήτρα της μητέρας μας, αρχίζει η
ανάπτυξή του. Όταν γεννηθεί έξω από τη μήτρα, αρχίζει να αναπτύσσει όχι μόνο τα
σωματικά όργανά του, αλλά και πιο εσωτερικά, τη σκέψη και το συναίσθημα, όλα
φθαρτά. Με αυτά του τα εργαλεία χτίζει τον πολιτισμό, φτιάχνει τις επιστήμες,
κατακτά τη σελήνη και το διάστημα, κατασκευάζει ατομικές βόμβες, απειλεί με
καταστρεπτικούς πολέμους, καταρρίπτει ρεκόρ ταχύτητας στους εναέριους χώρους,
επινοεί μέσα μαζικής επικοινωνίας για να πληροφορούνται οι άνθρωποι τις ειδήσεις
του θανάτου, που τις αποκαλούν «επεισόδια της ζωής».
Κάθε μέρα στη ζωή μας μεγαλώνει
και αυξάνει ο θάνατος, κάθε μέρα απλώνεται όλο και πιο πολύ στο σώμα μας,
καταλαμβάνει όλο και περισσότερο τη σκέψη και το συναίσθημά μας. Και μας έχει
πείσει ότι εκτρέφουμε τη ζωή, ότι αυτήν αναπτύσσουμε μέσα μας. Ότι είμαστε
φορείς της.
Αλλά η αλήθεια είναι
ότι δεν είμαστε παρά μια συσκευή θανάτου. Φτιαγμένη από υλικό θανάτου, ότι μέσα
μας ζει και θεριεύει μια απάνθρωπη Αρχή. Τρέφεται και μεγαλώνει για τον εαυτό της.
Μας χρησιμοποιεί για δικούς της σκοπούς. Πολλαπλασιάζει το δικό της είδος μέσα από
μας, φτιάχνει τον δικό της πολιτισμό με τα θνητά μας όργανα, χτίζει, χτίζει,
σαν μανιακή με κομμένη την ανάσα, περνάει τη σκυτάλη της από μήτρα σε μήτρα,
χωρίς κορεσμό.
Ο θάνατος δεν ζει έξω
από τη σάρκα, έξω από τη σκέψη και το συναίσθημα. Είναι
η σάρκα, η σκέψη και το συναίσθημα. Κι επειδή ο θάνατος αγνοεί τη ζωή, είναι
αποκομμένος από την περιοχή της.
«Και γιατί δεν βλέπουμε
την περιοχή της ζωής;» ίσως ρωτήσει κάποιος.
Μα πώς να τη δούμε αφού
η ζωή δεν έχει σχέση με τη σάρκα, δηλαδή με το θάνατο; Είναι δυνατό τα μάτια του θανάτου, δηλαδή τα θνητά, τα σαρκικά μας μάτια,
να δουν οτιδήποτε δεν είναι θάνατος; Είναι δυνατόν η σκέψη μας, που είναι η
σκέψη του θανάτου, να συλλάβει την έννοια της Ζωής; Είναι δυνατό το συναίσθημα μας,
που είναι το συναίσθημα του θανάτου, να νιώσει τη δόνηση της Ζωής;
Ο θάνατος έχει χτίσει
ολόκληρα οικοδομήματα φιλοσοφίας με τη σκέψη του, προσπαθώντας να συλλάβει ένα
ψήγμα Ζωής. Έχει φτιάξει ένα τεράστιο οικοδόμημα τέχνης για τον ίδιο λόγο. Αλλά
ό,τι έχει οικοδομήσει, όσο κι αν οι άνθρωποι τα αποκαλούν αθάνατα μνημεία
τέχνης, πολιτισμού ή σκέψης, μυρίζουν θάνατο.
Τι φοβερή εικόνα,
αλήθεια! Γεννιόμαστε σαν θάνατος, ζούμε σαν θάνατος, δηλαδή μας ζει και μας κινεί
ο θάνατος ώσπου να μας καταλάβει ολόκληρους τη στερνή μέρα της «ζωής» μας και
να μας παραδώσει στην άλλη του φάση, τη φάση της ακινησίας.
Ο θάνατος «ζει» ανάμεσα
σε δύο φάσεις. Της πρόσθεσης και της αφαίρεσης. Όταν συμπληρωθεί η μία αρχίζει
η άλλη και πάλι από την αρχή, σε μιαν ατέλειωτη, ασφυκτική ανακύκληση.
Ώστε λοιπόν, δεν
υπάρχει τίποτα το ζωντανό μέσα μας; Μέσα σ’ αυτό το σώμα του θανάτου; Και
βέβαια υπάρχει. Είναι κάτι σφήνες Ζωής και αθανασίας από περιοχές που δεν έχουν
σχέση με τον θάνατο. Αλλά πώς να πεισθεί
κανείς ότι όσο δεν λειτουργούν μέσα στο σώμα του, στο σώμα του θανάτου, οι
δυνάμεις της Ζωής, είναι ταυτόσημος με τον θάνατο, που τον πιστεύει για Ζωή;
Τα όσα ελέχθησαν
παραπάνω, μας φέρνουν στο νου μια μοναδική συνειδητοποίηση του θανάτου
διατυπωμένη με την απαράμιλλη ευαισθησία ενός ποιητή:
Ο
θάνατος δεν υπάρχει μήτε στους πολέμους
μήτε
στο δηλητήριο, μήτε στα στιλέτα.
Μήτε
στους βραδινούς θαλάμους των νοσοκομείων.
Υπάρχει
μες την αναμμένη θρυαλλίδα,
που
στα δικά σου μοναχά μυστικά κανάλια,
με
αργό βήμα προχωρεί, απ’ την πρώτη εκείνη μέρα.
Αν
να αισθανθείς μπορέσεις τούτο το περπάτημα,
θα’
χεις τη χάρη της μόνης γεύσης του θανάτου.
Αλλά
την έκρηξη δε θα την αισθανθείς.
Γιατί
θα ’βλεπες τότε, αυτό που λένε θάνατο
να
φορεί το δικό σου πρόσωπο στο πρόσωπό του.
Σοφία
Άντζακα
Συνοδοιπόροι είμαστε με
τον ίδιο προορισμό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου