Όνειρο
μέσα σε όνειρο
Δέξου
ετούτο το φιλί στο μέτωπό σου!
και
τώρα που χωρίζουμε,
άφησε
να σου πω-
ότι
οι μέρες μου εκύλησαν μέσα στ’ όνειρο.
Είναι
αλήθεια, όπως το ’λεγες
αν,
όμως, η ελπίδα πέταξε
μες
σε μια νύχτα ή μια μέρα,
μες
σ’ ένα όραμα ή μες στο τίποτα,
είναι
γι’ αυτό λιγότερο χαμένη;
Όλα
όσα βλέπουμε ή ό,τι φαινόμαστε
όνειρο
είναι μέσα σε όνειρο.
Στέκομαι
ανάμεσα στο βογγητό
μιας
θαλασσοδαρμένης ακτής,
και
μες στα χέρια μου κρατώ
κόκκους
χρυσούς της άμμου-
Πόσοι
λίγοι! Κι όμως πως γλιστράνε
από
τα δάχτυλά μου και βαθιά πάνε,
καθώς
θρηνώ-καθώς θρηνώ!
Θεέ
μου! μήπως θα μπορούσα
μέσα
στο χέρι πιο σφιχτά να τους κρατούσα;
Θεέ
μου! πως θα κατορθώσω
μόνο
έναν απ’ το ανήλεο κύμα να γλιτώσω;
Όλα
όσα βλέπουμε ή ό, τι φαινόμαστε
όνειρο
είναι μονάχα μέσα σε όνειρο;
Edgar Allan Poe
Όλος
ο κόσμος μια θεατρική σκηνή
…
Όλος ο κόσμος είναι μια θεατρική σκηνή
κι
όλοι οι άνθρωποι, άντρες, γυναίκες, ηθοποιοί:
βγαίνουνε
με το θάνατο, μπαίνουν με τη ζωή
και
κάθε άνθρωπος στο βίο του παίζει ρόλους πολλούς,
σ’
εφτά διαφορετικές φάσεις, εφτά πράξεις.
Στην
πρώτη, βρέφος που γκρινιάζει
–
γιατί όλο κάτι έχει –
στα
χέρια της παραμάνας του.
Μετά
ο μαθητής που όλο παραπονιέται,
με
σάκα και φρεσκοπλυμένο πρόσωπο
να
σέρνεται σαλίγκαρος απρόθυμος για το σχολείο.
Μετά
ο εραστής, που αναστενάζει σαν καμίνι,
θρηνώντας
μπαλάντες για το φρύδι της καλής του.
Μετά
ο στρατιώτης, γεμάτους όρκους περίεργους
και
τριχωτό μουσούδι σαν τη λεοπάρδαλη,
μωροφιλότιμος,
οξύθυμος,
που
αναζητάει τη ματαιόδοξη επωνυμία
ως
και τη μπούκα του κανονιού.
Μετά
ο φρόνιμος μεσήλικας, προγάστωρ,
με
κοιλιά γεμάτη πουλερικά, με μάτια σοβαρά,
γενάκι
προσεγμένο, όλος ρήσεις σοφές και σύγχρονες κοινοτοπίες
–
κι αυτός ρολάκι παίζει,
αλλά
η έκτη ηλικία μεταβάλλει τον άνθρωπο σε κοκκαλιάρικο γερόντι
με
παντόφλες, γυαλιά στη μύτη, πουγκί στη ζώνη,
το
παντελόνι άθικτο, αν και φτιαγμένο χρόνια πριν,
αλλά
φαρδύ σαν κόσμος για τα γερασμένα του πετσιά,
και
την αντρίκεια του φωνάρα πάλι ψιλή σαν παιδική,
να
ουρλιάζει σφυριχτή,
κι
η τελευταία πράξη, όπου λήγει αυτή η παράξενη,
γεμάτη
περιπέτειες ιστορία,
είναι
το ξαναμώραμα κι η πλήρης αμνησία,
νωδή,
τυφλή, αναίσθητη, απ’ όλα στερημένη…
William
Shakespeare
Φύλλα
Χλόης
Τι
λέτε πως εγίνηκαν οι γέροντες κ’ οι νιοι;
Τι
λέτε πως γινήκαν οι γυναίκες, τα παιδιά;
Βρίσκονται
κάπου καλά και ζωντανοί,
Το
πιο μικρό βλαστάρι τ’ αποδείχνει
πως
δεν υπάρχει θάνατος στ’ αλήθεια
Μα
κι αν εστάθη θάνατος ποτές, ίσα-ίσα τράβηξε
πιο
μπρος τη ζωή, και δεν καρτέραγε να τη σταματήσει,
Κ’
έπαψε τη στιγμή που ματαφάνηκε η ζωή.
Όλα
τραβάνε εμπρός και ξαναπλάθονται όλα, τίποτα δεν χάνεται,
Κι
ο πεθαμός είν’ άλλο απ’ ότι ενόμιζε καθένας,
είναι
μια τύχη κάλλια.
Walt Whitman
Ξέρω
γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί
Το
ελεύθερο πουλί πηδά
πάνω
στου ανέμου τη ράχη
κι
απ’ την ορμή του παρασύρεται
ώσπου
το ρεύμα του να σβήσει.
Και
βυθίζει τα φτερά του
στις
πορτοκαλιές ηλιαχτίδες
και
έχει την τόλμη να ζητάει
όλον
τον ουρανό
δικό
του.
Μα
ένα πουλί που νευρικά βαδίζει
μες
στο στενό του το κλουβί
σπάνια
μπορεί να δει πιο πέρα
απ’
της οργής τα κάγκελα.
Τα
φτερά του είναι κομμένα και
τα
πόδια του δεμένα
κι
αφήνει τη φωνή του ελεύθερη
να
κελαηδήσει.
Στο
κλουβί, το πουλί κελαηδάει
μ’
ένα τιτίβισμα φοβισμένο
για
κείνα, τ’ άγνωστα
που
ακόμα τόσο λαχταρά.
Κι
η μελωδία του αντηχεί
στο
μακρινό το λόφο
γιατί
το πουλί στο κλουβί
τραγουδάει
για ελευθερία.
Το
ελεύθερο πουλί σκέφτεται
το
επόμενο αεράκι που θα ’ρθεί
και
τους αληγείς ανέμους να γλυκαίνουν
μέσα
από τους ανασασμούς των δέντρων
και
τα παχιά σκουλήκια να καρτερούν
πάνω
στο φωτεινό της αυγής γρασίδι
και
αποκαλεί πια
όλον
τον ουρανό
δικό
του.
Μα
στο κλουβί, ένα πουλί στέκει
πάνω
στον τάφο των ονείρων
κι
η σκιά του φωνάζει
μ’
ένα ουρλιαχτό εφιαλτικό.
Τα
φτερά του είναι κομμένα
και
τα πόδια του δεμένα
κι
αφήνει τη φωνή του ελεύθερη
να
κελαηδήσει.
Στο
κλουβί, το πουλί κελαηδάει
μ’
ένα τιτίβισμα φοβισμένο
για
κείνα, τ’ άγνωστα
που
ακόμα τόσο λαχταρά.
Κι
η μελωδία του αντηχεί
στο
μακρινό το λόφο
γιατί
το πουλί στο κλουβί
τραγουδάει
για ελευθερία.
Maya Angelou
Συνοδοιπόροι είμαστε με
τον ίδιο προορισμό…